κρατεραίχμης

κρατεραίχμης
κρᾰτερ-αίχμης, ου, [dialect] Aeol., [dialect] Dor. [suff] κρᾰτέρ-ᾱς,
A mighty with the spear (in form καρτ-), Pi.I.6(5).38.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρατεραίχμης — κρατεραίχμης, αιολ. και δωρ. τ. κρατεραίχμας, ὁ (Α) ο δυνατός ακοντιστής, ο κραταιός στο ακόντιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αἰχμή] …   Dictionary of Greek

  • καρτεραίχμης — καρτεραίχμης, ὁ (Α) κρατεραίχμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + * αίχμης (< αἰχμή)] …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”